σχοινάκι

σχοινάκι
τό
1) шнур, шнурок; шпагат; -ν γιά τα παπούτσια шнурки для ботинок; 2) скакалка, прыгалка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σχοινάκι" в других словарях:

  • σχοινάκι — σχοινάκι, το και σκοινάκι, το 1. μικρό σχοινί. 2. είδος παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχοινάκι — και σκοινάκι, το, Ν [σχοινί] 1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί 2. είδος παιδικού παιχνιδιού …   Dictionary of Greek

  • ιμαντελιγμός — ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ) είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ἑλιγμός αξίζει να σημειωθεί η απουσία τής δασύτητας τού ἑλιγμός στο σύνθ.] …   Dictionary of Greek

  • σκοινάκι — το, βλ. σχοινάκι …   Dictionary of Greek

  • κολλησόψαρο — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των εχενηιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Remora remora ή Echeneis remora. Το κ. όπως και τα υπόλοιπα είδη της τάξης των εχενηιδομόρφων ή δισκοκεφάλων φέρει στο κεφάλι του έναν χόνδρινο δίσκο σαν βεντούζα,… …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • σκοινάκι — το βλ. σχοινάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»